- οινόφλυξ
- ο, η (Α οἰνόφλυξ, -υχος)ο μεθυσμένος ή αυτός που έχει συνήθεια να πίνει πάρα πολύ, ο μέθυσος, ο μπεκρής, ο πιωμένος κατά κόρο («οἶσθα ὑπ' ἐμοῡ γεγενημένον... ἐκ μετριοπότου οἰνόφλυγα», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -φλυξ (< φλύω «αναβράζω», ξεχειλίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.